Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
ἁμαρτίγαμος
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἁμαρτολόγος
View word page
ἁμαρτέω
attend, accompany

ShortDef

attend, accompany

Debugging

Headword:
ἁμαρτέω
Headword (normalized):
ἁμαρτέω
Headword (normalized/stripped):
αμαρτεω
IDX:
4335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4336
Key:

Data

{'content': 'attend, accompany'}