Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσότυπος
ἰσοτύραννος
ἰσουράνιος
ἰσουργός
ἰσοϋψής
ἰσοφανής
ἰσοφαρίζω
ἰσόφθογγος
ἰσοφορία
ἰσοφόρος
ἴσοφρυς
ἰσόφρων
ἰσοφυής
ἰσόφωτον
ἰσοχειλής
ἰσόχειρ
ἰσόχνοος
ἰσόχοος
ἰσόχορδος
ἰσοχρονέω
ἰσόχρονος
View word page
ἴσοφρυς
plant
ShortDef
plant
Debugging
Headword:
ἴσοφρυς
Headword (normalized):
ἴσοφρυς
Headword (normalized/stripped):
ισοφρυς
IDX:
43353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43354
Key:
Data
{'content': 'plant'}