Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
ἁμαρτία
View word page
ἀμαρησκαπτήρ
digger of trenches

ShortDef

digger of trenches

Debugging

Headword:
ἀμαρησκαπτήρ
Headword (normalized):
ἀμαρησκαπτήρ
Headword (normalized/stripped):
αμαρησκαπτηρ
IDX:
4331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4332
Key:

Data

{'content': 'digger of trenches'}