Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
ἁμαρτητικός
View word page
ἀμαρήιος
from a conduit

ShortDef

from a conduit

Debugging

Headword:
ἀμαρήιος
Headword (normalized):
ἀμαρήιος
Headword (normalized/stripped):
αμαρηιος
IDX:
4330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4331
Key:

Data

{'content': 'from a conduit'}