Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
ἁμάρτημον
View word page
ἀμάρη
canal, ditch

ShortDef

canal, ditch

Debugging

Headword:
ἀμάρη
Headword (normalized):
ἀμάρη
Headword (normalized/stripped):
αμαρη
IDX:
4329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4330
Key:

Data

{'content': 'canal, ditch'}