Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγηνορέω
ἀγηνορία
ἀγηνορίη
Ἀγήνωρ
ἀγήνωρ
ἀγήραος
ἀγηρασία
ἀγήρατον
ἀγήρατος
ἀγήρατος2
ἁγής
Ἀγήσανδρος
Ἀγησίλαος
ἁγησίχορος
ἀγησίχορος
ἁγητήρ
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
View word page
ἁγής
[guilty], pure

ShortDef

[guilty], pure

Debugging

Headword:
ἁγής
Headword (normalized):
ἁγής
Headword (normalized/stripped):
αγης
IDX:
432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-433
Key:

Data

{'content': '[guilty], pure'}