Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτῆ
ἁμάρτημα
View word page
ἀμαρεύω
flow off

ShortDef

flow off

Debugging

Headword:
ἀμαρεύω
Headword (normalized):
ἀμαρεύω
Headword (normalized/stripped):
αμαρευω
IDX:
4328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4329
Key:

Data

{'content': 'flow off'}