Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
View word page
ἀμάραντος
unfading, undecaying

ShortDef

unfading, undecaying

Debugging

Headword:
ἀμάραντος
Headword (normalized):
ἀμάραντος
Headword (normalized/stripped):
αμαραντος
IDX:
4326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4327
Key:

Data

{'content': 'unfading, undecaying'}