Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
View word page
ἀμαράντινος
of amaranth
ShortDef
of amaranth
Debugging
Headword:
ἀμαράντινος
Headword (normalized):
ἀμαράντινος
Headword (normalized/stripped):
αμαραντινος
IDX:
4325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4326
Key:
Data
{'content': 'of amaranth'}