Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσομέτρητος
ἰσομετρία
ἰσόμετρος
ἰσομέτωπος
ἰσομήκης
ἰσομιλήσιος
ἰσομοιρέω
ἰσομοιρία
ἰσομοιρικός
ἰσόμοιρος
ἰσόμορος
ἰσόνειρος
ἰσόνεκυς
ἰσονέμεος
ἰσονομέομαι
ἰσονομία
ἰσονομικός
ἰσόνομος
ἰσονύκτιον
ἴσοξ
ἰσόξυλος
View word page
ἰσόμορος
of equal lot, a peer (cp ἰσόμοιρος)
ShortDef
of equal lot, a peer (cp ἰσόμοιρος)
Debugging
Headword:
ἰσόμορος
Headword (normalized):
ἰσόμορος
Headword (normalized/stripped):
ισομορος
IDX:
43256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43257
Key:
Data
{'content': 'of equal lot, a peer (cp ἰσόμοιρος)'}