Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
View word page
ἀμαράκινος
made of amaracus
ShortDef
made of amaracus
Debugging
Headword:
ἀμαράκινος
Headword (normalized):
ἀμαράκινος
Headword (normalized/stripped):
αμαρακινος
IDX:
4324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4325
Key:
Data
{'content': 'made of amaracus'}