Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
ἁμαρτάνω
View word page
ἀμάρα
a trench, conduit, channel
ShortDef
a trench, conduit, channel
Debugging
Headword:
ἀμάρα
Headword (normalized):
ἀμάρα
Headword (normalized/stripped):
αμαρα
IDX:
4323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4324
Key:
Data
{'content': 'a trench, conduit, channel'}