Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
ἁμαρθρῖτις
View word page
ἀμαξοφόρητος
waggon-borne
ShortDef
waggon-borne
Debugging
Headword:
ἀμαξοφόρητος
Headword (normalized):
ἀμαξοφόρητος
Headword (normalized/stripped):
αμαξοφορητος
IDX:
4322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4323
Key:
Data
{'content': 'waggon-borne'}