Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
ἀμαρησκαπτήρ
View word page
ἁμαξοφόρητος
carried in wagons

ShortDef

carried in wagons

Debugging

Headword:
ἁμαξοφόρητος
Headword (normalized):
ἁμαξοφόρητος
Headword (normalized/stripped):
αμαξοφορητος
IDX:
4321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4322
Key:

Data

{'content': 'carried in wagons'}