Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσοκαπιτώλιος
ἰσοκατάληκτος
ἰσοκέλευθος
ἰσοκέφαλος
ἰσοκίνδυνος
ἰσοκιννάμωμος
ἰσοκλεής
ἰσοκληρονόμος
ἰσόκληρος
ἰσοκλινής
ἰσόκνημος
ἰσόκοιλος
ἰσοκόρυφος
ἰσοκραής
ἰσόκραιρος
ἰσοκράτεια
Ἰσοκράτειος
ἰσοκρατέω
Ἰσοκράτης
ἰσοκρατής
ἰσοκρατία
View word page
ἰσόκνημος
with the legs on a level

ShortDef

with the legs on a level

Debugging

Headword:
ἰσόκνημος
Headword (normalized):
ἰσόκνημος
Headword (normalized/stripped):
ισοκνημος
IDX:
43217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43218
Key:

Data

{'content': 'with the legs on a level'}