Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσόθυμος
ἰσόκαινος
ἰσοκάμπανος
ἰσοκαπιτώλιος
ἰσοκατάληκτος
ἰσοκέλευθος
ἰσοκέφαλος
ἰσοκίνδυνος
ἰσοκιννάμωμος
ἰσοκλεής
ἰσοκληρονόμος
ἰσόκληρος
ἰσοκλινής
ἰσόκνημος
ἰσόκοιλος
ἰσοκόρυφος
ἰσοκραής
ἰσόκραιρος
ἰσοκράτεια
Ἰσοκράτειος
ἰσοκρατέω
View word page
ἰσοκληρονόμος
inheriting equally

ShortDef

inheriting equally

Debugging

Headword:
ἰσοκληρονόμος
Headword (normalized):
ἰσοκληρονόμος
Headword (normalized/stripped):
ισοκληρονομος
IDX:
43214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43215
Key:

Data

{'content': 'inheriting equally'}