Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
ἀμάρη
ἀμαρήιος
View word page
ἁμαξουργός
cartwrights'

ShortDef

cartwrights'

Debugging

Headword:
ἁμαξουργός
Headword (normalized):
ἁμαξουργός
Headword (normalized/stripped):
αμαξουργος
IDX:
4320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4321
Key:

Data

{'content': "cartwrights'"}