Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
ἀμαρεύω
View word page
ἁμαξοπληθής
large enough to fill a wagon
ShortDef
large enough to fill a wagon
Debugging
Headword:
ἁμαξοπληθής
Headword (normalized):
ἁμαξοπληθής
Headword (normalized/stripped):
αμαξοπληθης
IDX:
4318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4319
Key:
Data
{'content': 'large enough to fill a wagon'}