Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
ἀμαράκινος
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρευμα
View word page
ἁμαξοπηγός
a cartwright

ShortDef

a cartwright

Debugging

Headword:
ἁμαξοπηγός
Headword (normalized):
ἁμαξοπηγός
Headword (normalized/stripped):
αμαξοπηγος
IDX:
4317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4318
Key:

Data

{'content': 'a cartwright'}