Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσοβαρέω
ἰσοβαρής
ἰσοβασιλεύς
ἰσόβιος
ἰσόβοιος
ἰσόγαιος
ἴσογκος
ἰσογλώχιν
ἰσογονία
ἰσογραφή
ἰσόγραφον
ἰσόγραφος
ἰσογώνιος
ἰσοδαίμων
ἰσοδαίτης
ἰσόδενδρος
ἰσοδέξιος
ἰσοδίαιτος
ἰσοδιάστατος
ἰσόδομος
ἰσόδουλος
View word page
ἰσόγραφον
copy

ShortDef

copy

Debugging

Headword:
ἰσόγραφον
Headword (normalized):
ἰσόγραφον
Headword (normalized/stripped):
ισογραφον
IDX:
43176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43177
Key:

Data

{'content': 'copy'}