Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσικιάριος
ἰσίκιον
Ἰσιονόμος
Ἶσις
ἴσκαι
ἴσκε
ἴσκω
ἴσκω2
ἵσμα
Ἴσμαρος
ἰσμή
Ἰσμήνη
Ἰσμηνίας
Ἰσμήνιος
Ἰσμηνός
ἰσοαχθής
ἰσοβαθής
ἰσοβαρέω
ἰσοβαρής
ἰσοβασιλεύς
ἰσόβιος
View word page
ἰσμή
knowledge

ShortDef

knowledge

Debugging

Headword:
ἰσμή
Headword (normalized):
ἰσμή
Headword (normalized/stripped):
ισμη
IDX:
43159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43160
Key:

Data

{'content': 'knowledge'}