Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσθμοειδής
Ἰσθμόθεν
Ἰσθμόθι
Ἰσθμοῖ
Ἰσθμός
ἰσθμός
ἰσθμώδης
Ἰσιακός
Ἰσιασταί
Ἰσιδεῖον
ἰσικιάριος
ἰσίκιον
Ἰσιονόμος
Ἶσις
ἴσκαι
ἴσκε
ἴσκω
ἴσκω2
ἵσμα
Ἴσμαρος
ἰσμή
View word page
ἰσικιάριος
sausage-maker

ShortDef

sausage-maker

Debugging

Headword:
ἰσικιάριος
Headword (normalized):
ἰσικιάριος
Headword (normalized/stripped):
ισικιαριος
IDX:
43149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43150
Key:

Data

{'content': 'sausage-maker'}