Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
ἀμάρα
View word page
ἁμάξοικος
dwelling in a wagon

ShortDef

dwelling in a wagon

Debugging

Headword:
ἁμάξοικος
Headword (normalized):
ἁμάξοικος
Headword (normalized/stripped):
αμαξοικος
IDX:
4313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4314
Key:

Data

{'content': 'dwelling in a wagon'}