Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμαξοφόρητος
View word page
ἁμαξοειδῶς
like a wagon
ShortDef
like a wagon
Debugging
Headword:
ἁμαξοειδῶς
Headword (normalized):
ἁμαξοειδῶς
Headword (normalized/stripped):
αμαξοειδως
IDX:
4312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4313
Key:
Data
{'content': 'like a wagon'}