Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰσαύδης
Ἰσαυρικός
ἰσαχῶς
ἰσεννύω
ἰσηγορέομαι
ἰσηγορέω
ἰσηγορία
ἰσήγορος
ἰσήλικος
ἰσῆλιξ
ἰσημερία
ἰσημερινός
ἰσημέριον
ἰσήμερος
ἰσήρετμος
ἰσήρης
ἴσθι
Ἰσθμιάζω
Ἰσθμιακός
Ἰσθμιάς
Ἰσθμιαστής
View word page
ἰσημερία
equinox

ShortDef

equinox

Debugging

Headword:
ἰσημερία
Headword (normalized):
ἰσημερία
Headword (normalized/stripped):
ισημερια
IDX:
43124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43125
Key:

Data

{'content': 'equinox'}