Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξοτροχιά
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
View word page
ἁμαξόβιος
living in wagons

ShortDef

living in wagons

Debugging

Headword:
ἁμαξόβιος
Headword (normalized):
ἁμαξόβιος
Headword (normalized/stripped):
αμαξοβιος
IDX:
4311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4312
Key:

Data

{'content': 'living in wagons'}