Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰσάρχαιος
ἰσάρχων
ἰσασμός
ἰσάστερος
ἰσαστικός
ἰσάτις
ἰσατώδης
ἰσαύδης
Ἰσαυρικός
ἰσαχῶς
ἰσεννύω
ἰσηγορέομαι
ἰσηγορέω
ἰσηγορία
ἰσήγορος
ἰσήλικος
ἰσῆλιξ
ἰσημερία
ἰσημερινός
ἰσημέριον
ἰσήμερος
View word page
ἰσεννύω
to be of an intermediate age
ShortDef
to be of an intermediate age
Debugging
Headword:
ἰσεννύω
Headword (normalized):
ἰσεννύω
Headword (normalized/stripped):
ισεννυω
IDX:
43117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43118
Key:
Data
{'content': 'to be of an intermediate age'}