Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
ἁμαξοπηγία
ἁμαξοπηγός
View word page
ἁμαξίτης
of/for a wagon
ShortDef
of/for a wagon
Debugging
Headword:
ἁμαξίτης
Headword (normalized):
ἁμαξίτης
Headword (normalized/stripped):
αμαξιτης
IDX:
4307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4308
Key:
Data
{'content': 'of/for a wagon'}