Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππωνεία
Ἱππωνεύς
ἱππωνέω
ἱππωνία
ἴπτομαι
ἴπωσις
ἰπωτήριον
ἰπωτρίς
Ἱρή
ἱρήτειρα
ἰρίζω
ἰρινόμικτος
ἴρινος
ἰριοειδής
Ἶρις
ἶρις
Ἶρις2
ἰριώδης
ἰρμοφόρος
ἱρόθυτος
ἱροπόλος
View word page
ἰρίζω
to be iridescent

ShortDef

to be iridescent

Debugging

Headword:
ἰρίζω
Headword (normalized):
ἰρίζω
Headword (normalized/stripped):
ιριζω
IDX:
43068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43069
Key:

Data

{'content': 'to be iridescent'}