Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
ἁμαξοπηγέω
View word page
ἁμαξικός
for wagon

ShortDef

for wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξικός
Headword (normalized):
ἁμαξικός
Headword (normalized/stripped):
αμαξικος
IDX:
4305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4306
Key:

Data

{'content': 'for wagon'}