Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
ἁμαξοκυλιστής
View word page
ἁμαξιαῖος
large enough to load a wagon
ShortDef
large enough to load a wagon
Debugging
Headword:
ἁμαξιαῖος
Headword (normalized):
ἁμαξιαῖος
Headword (normalized/stripped):
αμαξιαιος
IDX:
4304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4305
Key:
Data
{'content': 'large enough to load a wagon'}