Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἱππούραιον
Ἱππουρίς
ἵππουρις
ἵππουρος
ἱπποφάγοι
ἱπποφαές
ἱππόφαιστον
ἱππόφεως
ἱππόφλομος
ἱπποφοβάς
ἱπποφορβέω
ἱπποφορβία
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱπποχάρμας
Ἱππώ
ἱππώδης
ἱππώκης
ἱππών
View word page
ἱππόφλομος
giant
ShortDef
giant
Debugging
Headword:
ἱππόφλομος
Headword (normalized):
ἱππόφλομος
Headword (normalized/stripped):
ιπποφλομος
IDX:
43045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43046
Key:
Data
{'content': 'giant'}