Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
ἁμαξόβιος
ἁμαξοειδῶς
ἁμάξοικος
View word page
ἁμαξήρης
of/on a carriage

ShortDef

of/on a carriage

Debugging

Headword:
ἁμαξήρης
Headword (normalized):
ἁμαξήρης
Headword (normalized/stripped):
αμαξηρης
IDX:
4303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4304
Key:

Data

{'content': 'of/on a carriage'}