Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
ἱπποτραγέλαφος
ἱπποτροφεῖον
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφία
ἱπποτροφικός
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἱππούραιον
Ἱππουρίς
ἵππουρις
ἵππουρος
ἱπποφάγοι
ἱπποφαές
ἱππόφαιστον
ἱππόφεως
ἱππόφλομος
View word page
ἱπποτρόφος
horse-feeding, abounding in horses

ShortDef

horse-feeding, abounding in horses

Debugging

Headword:
ἱπποτρόφος
Headword (normalized):
ἱπποτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ιπποτροφος
IDX:
43035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43036
Key:

Data

{'content': 'horse-feeding, abounding in horses'}