Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππότιγρις
ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
ἱπποτραγέλαφος
ἱπποτροφεῖον
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφία
ἱπποτροφικός
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἱππούραιον
Ἱππουρίς
ἵππουρις
ἵππουρος
ἱπποφάγοι
ἱπποφαές
ἱππόφαιστον
ἱππόφεως
View word page
ἱπποτροφικός
of or for horse-keeping

ShortDef

of or for horse-keeping

Debugging

Headword:
ἱπποτροφικός
Headword (normalized):
ἱπποτροφικός
Headword (normalized/stripped):
ιπποτροφικος
IDX:
43034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43035
Key:

Data

{'content': 'of or for horse-keeping'}