Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππότης2
ἱππότιγρις
ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
ἱπποτραγέλαφος
ἱπποτροφεῖον
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφία
ἱπποτροφικός
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἱππούραιον
Ἱππουρίς
ἵππουρις
ἵππουρος
ἱπποφάγοι
ἱπποφαές
ἱππόφαιστον
View word page
ἱπποτροφία
a breeding or keeping of horses
ShortDef
a breeding or keeping of horses
Debugging
Headword:
ἱπποτροφία
Headword (normalized):
ἱπποτροφία
Headword (normalized/stripped):
ιπποτροφια
IDX:
43033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43034
Key:
Data
{'content': 'a breeding or keeping of horses'}