Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱπποτέκτων
ἱππότης
ἱππότης2
ἱππότιγρις
ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
ἱπποτραγέλαφος
ἱπποτροφεῖον
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφία
ἱπποτροφικός
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἱππούραιον
Ἱππουρίς
ἵππουρις
ἵππουρος
ἱπποφάγοι
View word page
ἱπποτροφεῖον
place for horse-breeding, stud-stable

ShortDef

place for horse-breeding, stud-stable

Debugging

Headword:
ἱπποτροφεῖον
Headword (normalized):
ἱπποτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
ιπποτροφειον
IDX:
43031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43032
Key:

Data

{'content': 'place for horse-breeding, stud-stable'}