Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππότας
ἱππόταυρος
ἱπποτέκτων
ἱππότης
ἱππότης2
ἱππότιγρις
ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
ἱπποτραγέλαφος
ἱπποτροφεῖον
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφία
ἱπποτροφικός
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἱππούραιον
Ἱππουρίς
ἵππουρις
View word page
ἱπποτοξότης
a mounted bowman, horse-archer
ShortDef
a mounted bowman, horse-archer
Debugging
Headword:
ἱπποτοξότης
Headword (normalized):
ἱπποτοξότης
Headword (normalized/stripped):
ιπποτοξοτης
IDX:
43029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43030
Key:
Data
{'content': 'a mounted bowman, horse-archer'}