Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱπποσόας
ἱπποσόος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
Ἱπποτάδης
ἱππότας
ἱππόταυρος
ἱπποτέκτων
ἱππότης
ἱππότης2
ἱππότιγρις
ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
ἱπποτραγέλαφος
ἱπποτροφεῖον
ἱπποτροφέω
ἱπποτροφία
ἱπποτροφικός
View word page
ἱππότιγρις
a large
ShortDef
a large
Debugging
Headword:
ἱππότιγρις
Headword (normalized):
ἱππότιγρις
Headword (normalized/stripped):
ιπποτιγρις
IDX:
43024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43025
Key:
Data
{'content': 'a large'}