Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱπποσκελής
ἱπποσκόπος
ἱπποσόας
ἱπποσόος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
Ἱπποτάδης
ἱππότας
ἱππόταυρος
ἱπποτέκτων
ἱππότης
ἱππότης2
ἱππότιγρις
ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
ἱπποτραγέλαφος
ἱπποτροφεῖον
ἱπποτροφέω
View word page
ἱππότης
a driver

ShortDef

a driver
horse-nature, the concept of horse

Debugging

Headword:
ἱππότης
Headword (normalized):
ἱππότης
Headword (normalized/stripped):
ιπποτης
IDX:
43022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43023
Key:

Data

{'content': 'a driver'}