Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἵππος
ἱπποσείρης
ἱπποσέλινον
ἱπποσκελής
ἱπποσκόπος
ἱπποσόας
ἱπποσόος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
Ἱπποτάδης
ἱππότας
ἱππόταυρος
ἱπποτέκτων
ἱππότης
ἱππότης2
ἱππότιγρις
ἱππότιλος
Ἱπποτίων
ἱπποτόκος
ἱπποτοξεία
ἱπποτοξότης
View word page
ἱππότας
horseman
ShortDef
horseman
Debugging
Headword:
ἱππότας
Headword (normalized):
ἱππότας
Headword (normalized/stripped):
ιπποτας
IDX:
43019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43020
Key:
Data
{'content': 'horseman'}