Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱπποπῆραι
ἱππόποδες
ἱπποπόλος
ἱππόπορνος
ἱπποπόταμος
ἱπποπρόσωπος
ἵππος
Ἵππος
ἱπποσείρης
ἱπποσέλινον
ἱπποσκελής
ἱπποσκόπος
ἱπποσόας
ἱπποσόος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
Ἱπποτάδης
ἱππότας
ἱππόταυρος
ἱπποτέκτων
ἱππότης
View word page
ἱπποσκελής
with horse's legs

ShortDef

with horse's legs

Debugging

Headword:
ἱπποσκελής
Headword (normalized):
ἱπποσκελής
Headword (normalized/stripped):
ιπποσκελης
IDX:
43012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43013
Key:

Data

{'content': "with horse's legs"}