Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
ἁμαξιτός
View word page
ἁμαξηλάτης
wagoner
ShortDef
wagoner
Debugging
Headword:
ἁμαξηλάτης
Headword (normalized):
ἁμαξηλάτης
Headword (normalized/stripped):
αμαξηλατης
IDX:
4300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4301
Key:
Data
{'content': 'wagoner'}