Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππόνικος
Ἱππονόη
ἱππονομεύς
ἱππονόμος
Ἱππόνοος
ἱππονώμας
ἱππόομαι
ἱπποπάρῃος
ἱπποπέδη
ἱπποπῆραι
ἱππόποδες
ἱπποπόλος
ἱππόπορνος
ἱπποπόταμος
ἱπποπρόσωπος
ἵππος
Ἵππος
ἱπποσείρης
ἱπποσέλινον
ἱπποσκελής
ἱπποσκόπος
View word page
ἱππόποδες
horse-hoofed men
ShortDef
horse-hoofed men
Debugging
Headword:
ἱππόποδες
Headword (normalized):
ἱππόποδες
Headword (normalized/stripped):
ιπποποδες
IDX:
43003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43004
Key:
Data
{'content': 'horse-hoofed men'}