Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
Ἁμαξιτός
ἀμαξιτός
View word page
ἁμαξηλατέω
drive a wagon

ShortDef

drive a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξηλατέω
Headword (normalized):
ἁμαξηλατέω
Headword (normalized/stripped):
αμαξηλατεω
IDX:
4299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4300
Key:

Data

{'content': 'drive a wagon'}