Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
Ἀβάλας
ἄβαλε
ἀβαμβάκευτος
Ἄβαντες
ἄβαξ
ἀβάπτιστος
ἄβαπτος
Ἀβαρβαρέη
ἀβαρβάριστος
ἀβαρής
ἄβαρις
Ἀβαρνίς
Ἄβας
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβασκάνιστος
ἀβάσκανος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
View word page
ἀβαρβάριστος
without barbarisms

ShortDef

without barbarisms

Debugging

Headword:
ἀβαρβάριστος
Headword (normalized):
ἀβαρβάριστος
Headword (normalized/stripped):
αβαρβαριστος
IDX:
42
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43
Key:

Data

{'content': 'without barbarisms'}