Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομάραθον
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομαχικός
ἱππομάχος
Ἱππόμαχος
Ἱππομέδων
ἱππόμητις
ἱππομιγής
ἱππόμορφος
ἱππομύρμηξ
Ἱππόνικος
ἱππόνικος
Ἱππονόη
ἱππονομεύς
ἱππονόμος
Ἱππόνοος
ἱππονώμας
ἱππόομαι
View word page
ἱππομιγής
partly a horse, half-horse half-man

ShortDef

partly a horse, half-horse half-man

Debugging

Headword:
ἱππομιγής
Headword (normalized):
ἱππομιγής
Headword (normalized/stripped):
ιππομιγης
IDX:
42989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42990
Key:

Data

{'content': 'partly a horse, half-horse half-man'}