Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἱππολεχής
ἱππολοφία
ἱππόλοφος
Ἱππόλοχος
Ἱππόλυτος
ἱππόλυτος
ἱππομανέω
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομάραθον
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομαχικός
ἱππομάχος
Ἱππόμαχος
Ἱππομέδων
ἱππόμητις
ἱππομιγής
ἱππόμορφος
ἱππομύρμηξ
Ἱππόνικος
View word page
ἱππομαχέω
to fight on horseback

ShortDef

to fight on horseback

Debugging

Headword:
ἱππομαχέω
Headword (normalized):
ἱππομαχέω
Headword (normalized/stripped):
ιππομαχεω
IDX:
42982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42983
Key:

Data

{'content': 'to fight on horseback'}