Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἱππολέτας
ἱππολεχής
ἱππολοφία
ἱππόλοφος
Ἱππόλοχος
Ἱππόλυτος
ἱππόλυτος
ἱππομανέω
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομάραθον
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομαχικός
ἱππομάχος
Ἱππόμαχος
Ἱππομέδων
ἱππόμητις
ἱππομιγής
ἱππόμορφος
ἱππομύρμηξ
View word page
ἱππομάραθον
horse-fennel, Prangos ferulacea
ShortDef
horse-fennel, Prangos ferulacea
Debugging
Headword:
ἱππομάραθον
Headword (normalized):
ἱππομάραθον
Headword (normalized/stripped):
ιππομαραθον
IDX:
42981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42982
Key:
Data
{'content': 'horse-fennel, Prangos ferulacea'}