Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
Ἀμάνης
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαῖος
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξικός
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
View word page
ἁμαξεύω
to traverse with a wagon

ShortDef

to traverse with a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξεύω
Headword (normalized):
ἁμαξεύω
Headword (normalized/stripped):
αμαξευω
IDX:
4297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4298
Key:

Data

{'content': 'to traverse with a wagon'}